«Στη Φρεαττύδα κατοικούν οι Θεοί μου», έλεγε ο Δημήτρης Σύψωμος, ο ποιητής που έγινε γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Λάμπρος Πορφύρας. Για να τον τιμήσουν οι ιδρυτές του Α.Ο.Φ. Πορφύρας αποφάσισαν να δώσουν το όνομά του στον Όμιλο που δημιούργησαν, με έδρα τη λατρεμένη του Φρεαττύδα.
Ο Λάμπρος Πορφύρας είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του Πειραϊκού λυρισμού.
Γεννήθηκε το 1879 στη Χίο από όπου έφυγε μικρός με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου και τέλειωσε το Γυμνάσιο για να γραφτεί στη συνέχεια στη Νομική, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, λόγω της εύθραυστης υγείας του.
Έμενε στη Φρεαττύδα, κοντά στην ομώνυμη πλατεία και αυτή ήταν η ποιητική του πατρίδα. Την αγάπησε «πιο πολύ και από τη ζωή του», όπως έλεγαν οι λιγοστοί φίλοι του. Του άρεσε να περπατά δίπλα στη θάλασσα, να μιλά με τους απλούς ανθρώπους, να κουβεντιάζει για την καθημερινότητα στις ταβερνούλες της παραλίας, αλλά, συνήθως ήταν κλεισμένος στον εαυτό του. Ήτανε ντροπαλός, ήρεμος, «πλούσιος» γιατί είχε πάρα πολλά ενώ χρειαζότανε λίγα.
Η Φρεαττύδα ήταν γι΄αυτόν η μούσα που τον ενέπνεε και γι΄αυτό δεν την άφησε ποτέ. Αυτή γαλουχούσε τον ποιητικό του οίστρο, τροφοδοτούσε τη φαντασία και ωθούσε τη δημιουργικότητά του, ώστε να συνθέτει στίχους.
Έγραφε στίχους από παιδί και μάλιστα ο Παύλος Νιρβάνας τον πρωτοπαρουσίασε, ενώ ακόμη δεν είχε κλείσει καν τα δέκα πέντε του χρόνια, στο περιοδικό «Στάδιον» με το ποίημα «Η θλίψη του μαρμάρου».
Θαύμαζε το Σολωμό και δανείστηκε τους τίτλους δύο ποιημάτων του εθνικού μας ποιητή για το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε. Το «Λάμπρος» και το «Πορφύρας».
Έγραφε μελαγχολικά, αλλά και πολύ όμορφα. Πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου το 1932.
Σε μία συγκινητική τελετή, το 1938, ο Δήμος Πειραιά του έστησε την προτομή στην πλατεία της Φρεαττύδας, που πήρε και το όνομά του.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό του ποίημα:
Εἶδα
Εἶδα μία χώρα ξωτικιὰ στ᾿ ἀνήσυχο ὄνειρό μου: πόσ᾿ ὄμορφη δὲ θὰ τὸ πεῖ ποτὲ καμιὰ ψυχή. Τὸ νοῦ μου πῆρε κι ἄφησα τὸ φτωχικὸ χωριό μου κι ἔκανα τάμα μόνο ἐκεῖ ν᾿ ἀράξω· μόνο ἐκεῖ.
Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ, εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια, μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Διαβάτες μ᾿ ἀνταμώσανε καλοὶ καὶ μοῦ ῾παν: Μεῖνε εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα μας· καιρὸς ν᾿ ἀράξεις πιά. εἶν᾿ ὄμορφη κι ἡ χώρα σας, διαβάτες, μὰ δὲν εἶναι ἐκείνη ποὺ ὀνειρεύτηκα καὶ μὲ τραβάει μακριά.
Ἔτσ᾿ εἶναι. Σῦρτε, κι ἄστε μὲ νὰ σιγοταξιδεύω καὶ νὰ περνάω μονάχος μου καὶ κάμπους καὶ βουνά, ἴσως τὴ βρῶ· μ᾿ ἂν δὲν τὴ βρῶ τὴ χώρα ποὺ γυρεύω μὴ μοῦ ζητᾶτε, ἀδέρφια μου, ν᾿ ἀράξω πουθενά...
|